Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

από περιέργεια

  • 1 из

    из (изо ) από я приехал из Москвы ήρθα από τη Μόσχα пить из стакана πίνω με το ποτήρι один из моих друзей ένας από τους φίλους μου^ из чего это сделано? από τι είναι αυτό καμωμένο; из любодытства από περιέργεια
    * * *

    я прие́хал из Москвы́ — ήρθα από τη Μόσχα

    пить из стака́на — πίνω με το ποτήρι

    оди́н из мои́х друзе́й — ένας από τους φίλους μου

    из чего́ э́то сде́лано? — από τι είναι αυτό καμωμένο

    из любопы́тства — από περιέργεια

    Русско-греческий словарь > из

  • 2 из

    из
    (изо) предлог с род. п. ἀπό, ἐκ. ἐξ:
    выходить из театра βγαίνω ἀπό τό θέατρο· приехать из Афин ἔρχομαι ἀπό τήν "Αθήνα· дом из камня σπίτι ἀπό πέτρα, πέτρινο σπίτι· каждый из нас ὁ καθένας ἀπό μϋς· из любопытства ἀπό περιέργεια, χάριν περιέργειας· из зависти ἀπό φθόνο, ἀπό ζήλεια· изо дня в де́нь ἀπό μέρα σέ μέρα, μέρα μέ τή μέρα· из года в год ἀπό χρόνο σέ χρόνο· из бедной семьи́ ἀπό φτωχή οἰκογένεια· одно из двух ἕνα ἀπ· τά δυό· обед из трех блюд γεῦμα μέ τρία φαγητά.

    Русско-новогреческий словарь > из

  • 3 смотреть

    смотр||еть
    несов
    1. κυττάζω, βλέπω, θεωρώ, παρατηρώ:
    \смотреть пристально κυττάζω προσεκτικά, ἀσκαρδαμυκτί· \смотреть в упор κυττάζω κατάματα· \смотреть украдкой κρυφο-κυττάζω· \смотреть благосклонно βλέπω μέ καλό μάτι, καλοβλέπω· \смотреть с удивлением βλέπω μέ περιέργεια· \смотреть с уважением, \смотреть с почтительностью σέβομαι· \смотреть косо στρα-βοκυττάζω·
    2. (осматривать \смотреть о враче) ἐξετάζω·
    3. (фильм, спектакль и т. п.) βλέπω·
    4. (присматривать за кем-л., за чем-л.) разг προσέχω, ἐπιβλέπω:
    \смотреть за порядком προσέχω τήν τάξη·
    5. (считать кем-л., чем-л.) разг θεωρώ, βλέπω:
    все \смотретьят на него́ как на чудака ὅλοι τόν θεωροῦν παράξενο· как вы на это \смотретьите? πῶς τό βλέπετε;·
    6. (быть обращенным куда-л.) βλέπω:
    окна \смотретьят на улицу τά παράθυρα βλέπουν στον δρόμο· ◊ \смотретьйте не опоздайте! κυτάξτε μην ἀργήσετε!· \смотреть в оба ἔχω τά μάτια μου τέσσερα· \смотреть сквозь пальцы на что-л. κάνω στραβά μάτια· \смотретья по... ἐξαρτάται ἀπό...· \смотретья как... ἐξαρτάται πῶς...· \смотретья когда... ἐξαρτάται πότε...

    Русско-новогреческий словарь > смотреть

  • 4 болезненный

    επ., βρ: -знен, -зненна, -нно
    1. ασθενικός, αρρωστιάρικος, φιλάσθενος• νοσηρός•

    болезненный ребенок αρρωστιάρικο παιδάκι•

    -ое состояние νοσηρή κατάσταση.

    2. μτφ. παρακαμωμένος, ο πέρα από τα όρια•

    -ое любопытство αρρωστιάρικη περιέργεια.

    3. οδυνηρός•

    укусы осы -ы τα κεντρίσματα της σφήκας είναι οδυνηρά.

    || μτφ. θλιβερός•

    -ые воспоминания θλιβερές αναμνήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > болезненный

См. также в других словарях:

  • Τιερί από τη Σαρτρ — (Thierry de Chartres, ; – 1155). Σχολαστικός φιλόσοφος του 12ου αι.. Ήταν νεότερος αδελφός του επίσης σχολαστικού φιλοσόφου Βερνάρδου από τη Σαρτρ και υπήρξε ένας από τους χαρακτηριστικότερους άνδρες της εποχής του. Το περιεχόμενο της διδασκαλίας …   Dictionary of Greek

  • πολυπραγμονώ — πολυπραγμονῶ, έω ΝΜΑ και ιων. τ. πολυπρηγμονέω, Α [πολυπράγμων] 1. ασχολούμαι με πολλά ταυτοχρόνως, για τα περισσότερα από τα οποία δεν είμαι αρμόδιος ή κατάλληλος 2. δείχνω άκαιρη περιέργεια για θέματα που δεν μέ αφορούν, ασχολούμαι από… …   Dictionary of Greek

  • Εριχθόνιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηφαίστου και της Γης. Κατά τη μυθολογία, η Αθηνά πήγε κάποτε στο εργαστήρι του Ηφαίστου για να της φτιάξει όπλα, αλλά εκείνος της επιτέθηκε με ερωτικές διαθέσεις. Η θεά αντιστάθηκε και το σπέρμα του… …   Dictionary of Greek

  • Ακόντιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Όμορφος και νέος ήρωας από την Κέα. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια του νησιού. Όταν κάποτε πήγε στη Δήλο για να παραστεί στις γιορτές της Άρτεμης, συνάντησε την ωραία Αθηναία Κυδίππη και την ερωτεύτηκε παράφορα. Για να την… …   Dictionary of Greek

  • περιεργάζομαι — ΝΜΑ, και περιεργάζω Μ [περίεργος] ερευνώ, εξετάζω προσεκτικά (α. «περιεργάζομαι το κόσμημα» β. «κάλλη γυναικῶν περιεργαζομένῃ», Ιωάνν. Χρυσ.) μσν. ενεργ. περιεργάζω αναζητώ προσεκτικά μσν. αρχ. 1. κοπιάζω υπερβολικά, καταγίνομαι σε κάτι με πολύ… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»